- πανοικί
- πᾰνοικ-ί or [suff] πᾰνοικ-εί, = foreg., Pl.Erx.392c, Str.16.4.13, Act.Ap.16.34, etc., v.l. in LXXEx.1.1. (Written -εί in PGiss.75.10 (ii A. D.), POxy.935.30 (iii A. D.), etc.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πανοικί — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανοικεί — και πανοικί ΝΑ επίρρ. μαζί με όλη την οικογένεια («καὶ ἠγαλλιάσατο πανοικὶ πεπιστευκὼς τῷ θεῷ», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < πανοίκιος + επιρρμ. κατάλ. ί / εί (πρβλ. πανδημ εί / ί)] … Dictionary of Greek
ενοικί — ἐνοικί (Α) [ένοικος] επίρρ. στον οίκο, στην πατρίδα («τὰ εἰς κὶ διὰ τοῡ ἰώτα γράφονται πανοικί, ἐνοικί», Ηρωδιαν.) … Dictionary of Greek